- σιτόχρους
- ους , ουν золотистый, цвета пшеницы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιτόχρους — ουν, ΝΜΑ, και ως ασυναίρ. σιτόχροος, οον, Α αυτός που έχει το χρώμα τού ώριμου σίτου, σιταρόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + χρους / χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. πυρό χρους] … Dictionary of Greek
πυροσιτόχρους — ουν, και πυροσιτόχροος, οον, Α αυτός που έχει το χρώμα τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + σιτόχρους «αυτός που έχει το χρώμα τού σίτου»] … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek